- ἀποστελλομένου
- ἀποστέλλωsend offaor part mid masc/neut gen sgἀποστέλλωsend offpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντικαταβολή — η η παραλαβή αποστελλόμενου εμπορεύματος μετά την πληρωμή σε χρήματα της αξίας του: Του είχαν στείλει τα βιβλία με αντικαταβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)